- φαρσώνω
- αμετ. полнеть, толстеть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρσώνω — Ν (μτβ.) παχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προέλευσης που ανάγεται πιθ. σε αραβ. λ.] … Dictionary of Greek